Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ιουλίου 1901)
Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ιουλίου 1901) ήταν αξιόλογος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος από την Κεφαλλονιά. Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξ αιτίας των σατιρικών βελών του κατά των κληρικών.
Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία.Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον Νεόφυτο Βάμβα στη Σχολή του Κάστρου.[ Σε ηλικία εικοσιενός ετών ο θείος του Δελαδέτσιμας τον διόρισε γραφέα στη Γερουσία στην Κέρκυρα και τον έγραψε στη Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου επειδή τον προόριζε για δικαστή αν και ο ίδιος ο Λασκαράτος επιθυμούσε να σπουδάσει ιατρική.Από την Κέρκυρα γύρισε στην Κεφαλονιά και εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα πρωτοκολλητής του Ειρηνοδικείου. Στη συνέχεια παραιτήθηκε και πήγε στην Πίζα και στο Παρίσι για νομικές σπουδές. Το 1839 επέστρεψε ασκώντας μόλις για τρία χρόνια το επάγγελμα του νομικού.Όμως ο θάνατος του πατέρα του, τον έκανε να ξαναασχοληθεί με τη δικηγορία λόγω κάποιων οικογενειακών υποθέσεών του, όμως η Γερουσία του αρνήθηκε να του χορηγήσει την άδεια Την περίοδο αυτή ταξιδεύει στην Κρήτη για να μελετήσει το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και τα λαϊκά τραγούδια της. Ταξιδεύει επίσης στην Αθήνα, στη Σύρο, στην Κόρινθο, στην Πάτρα, στο Μεσολόγγι. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε δύο γιους και εφτά κόρες.
Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος», καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής. Στις 16/28 Φεβρουαρίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδων Κοντομίχαλος, αφόρισε αρχικά το βιβλίο «Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς» με την παραίνεση προς τον συγγραφέα να το αποσύρει και να το καταστρέψει. Αφού αυτό δεν έγινε, μερικές μέρες αργότερα αφόρισε τον ίδιο τον Ανδρέα Λασκαράτο. Το βιβλίο φέρεται ότι χλεύαζε τις χριστιανικές τελετές και παραδόσεις, και είχε προκαλέσει αντίδραση στο λαό και σε ιερωμένους. Ο Λασκαράτος είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι πριν από τον αφορισμό είχαν γίνει αναταραχές από αχθοφόρους και άλλους εξ αιτίας του βιβλίου του. Ο Έπαρχος της Κεφαλλονιάς στις 4 Μαρτίου (Νέου Ημερ.) επίσης αναφέρει στη Γερουσία ότι "ο Μητροπολίτης, ο κλήρος και διάφοραι τάξεις ανθρώπων βαρέως ηγανάκτησαν, θεωρούντες αυτό [το βιβλίο] ως περιέχον ύβρεις, βλασφημίας, ..." και ότι επενέβη η αστυνομία για να προστατεύσει τον Λασκαράτο. Ο Έπαρχος ειδοποίησε και τον Τοποτηρητή W.P. Talbot ότι δεν μπορούσε να προστατεύσει τον Λασκαράτο σε δημόσιους χώρους και του συνέστησε να παραμείνει στο σπίτι του. Ο Λασκαράτος γνωστοποίησε στον Τοποτηρητή ότι την 15 Μαρτίου θα φύγει από το νησί "αφορισμένος απ' τον κλήρο σαν ασεβής και διωγμένος απ' την Κυβέρνηση σαν διασαλευτής της δημοσίας τάξεως!". Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά τον ίδιο χρόνο αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη. Ο αφορισμός ήρθη από τον Μητροπολίτη Γεράσιμο Δόριζα ένα χρόνο πριν το θάνατο του Λασκαράτου. Το αυθεντικό κείμενο του αφορισμού του Λασκαράτου δεν σώζεται, αλλά σώζεται ο αφορισμός του βιβλίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου