Παύλος Καλλιγάς (1814-1896)
16 Σεπτεμβρίου 1896 (125 χρόνια πριν) πέθανε:
Παύλος Καλλιγάς Έλληνας νομικός και πολιτικός
Ο Παύλος Καλλιγάς (1814-1896) ήταν Έλληνας νομικός, οικονομολόγος, ιστορικός, λογοτέχνης και πολιτικός. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας του διετέλεσε βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις, πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 20 Σεπτεμβρίου 1814 και ήταν γιος του Παναγή Άννινου, Κεφαλλονίτη έμπορου και γόνου αρχοντικής οικογένειας από τα Καλλιγάτα της Κεφαλονιάς, και της Σοφίας Μαυρογορδάτου από τη Σμύρνη. Είχε μία αδελφή, τη Μαρία, σύζυγο του Νικολάου Κωστή, η οποία διατήρησε το επώνυμο Άννινος, ενώ ο Παύλος προτίμησε το προσωνύμιο Καλλιγάς. Μεγάλωσε στην Τεργέστη, όπου κατέφυγε η οικογένειά του, μετά το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821. Φοίτησε στην Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας και στο Λύκειο Χέγιερ της Γενεύης και το 1834 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο για να σπουδάσει νομική, φιλοσοφία και ιστορία στο τοπικό πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτωρ Νομικών Επιστημών.
Απεβίωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1896 στο Νέο Φάληρο και ενταφιάστηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν νυμφευμένος με τη Μαρία Μανούση από τη Σιάτιστα, την οποία γνώρισε στην Τεργέστη, και είχαν αποκτήσει τρεις γιους: τον Πέτρο Καλλιγά, πολεοδόμο και πολιτικό, τον Γεώργιο Καλλιγά, δικηγόρο, και τον Αλέξανδρο Καλλιγά, αξιωματικό του Ιππικού. Εγγονοί του ήταν ο βυζαντινολόγος Μαρίνος Καλλιγάς και ο ζωγράφος Παύλος Π. Καλλιγάς και τρισεγγοννός του ο Παύλος Γερουλάνος.
Το 1838 εξελέγη υφηγητής του φυσικού δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1845, οπότε και απολύθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη. Κατά τη διάρκεια της μικρής αυτής θητείας δίδαξε διεθνές δίκαιο και το 1842 έγινε επίτιμος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου. Μετά την απόλυσή του εισήλθε στον δικαστικό κλάδο, διατελώντας αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου (1851-1854). Το 1854 επανήλθε στη θέση του στο Πανεπιστήμιο και το 1862 διορίστηκε τακτικός καθηγητής. Το 1879 μετά τη συνταξιοδότησή του από το πανεπιστήμιο, η σύγκλητος τον αναγόρευσε επίτιμο καθηγητή. Χρημάτισε κοσμήτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών (1844-1845, 1865-1866, 1872-1873, 1877-1878) ενώ την περίοδο 1869-1870 χρημάτισε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως νομικός συμμετείχε στην επιτροπή σύνταξης του Αστικού Κώδικα (1849).
Παράλληλα με την ακαδημαϊκή του καριέρα άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα αναλαμβάνοντας σημαντικές υποθέσεις της εποχής. Υπήρξε νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο. Εξέδωσε μεταξύ άλλων το Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου καθ' ά εν Ελλάδι πολιτεύεται (5 τόμοι, 1848-1855), τη Νεαρά περί εξυβρίσεων και περί τύπου, το Περί συντάξεως πολιτικού κώδικος εις την Ελλάδα και έγραψε ιστορικές και φιλοσοφικές μελέτες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου