Δημήτρης Χατζής (13 Νοεμβρίου 1913 - 20 Ιουλίου 1981)
Ο Δημήτρης Χατζής (13 Νοεμβρίου 1913 - 20 Ιουλίου 1981) ήταν Έλληνας συγγραφέας, ιστορικός, δημοσιογράφος και αντιστασιακός.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα το Νοέμβριο του 1913. Ο πατέρας του Γεώργιος Χατζής, ήταν διηγηματογράφος, λόγιος και παλαμικός ποιητής, γνωστός με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Ήταν επίσης εκδότης της εφημερίδας Ήπειρος.
Ο Δημήτρης Χατζής παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας μαζί με τον αδερφό του Άγγελο, τα οποία όμως διέκοψε μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του το 1930 και επέστρεψε στην γενέτειρά του. Εκεί ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογενείας του. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Ζωσιμαία Σχολή και γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ λόγω οικονομικών δυσχερειών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το 1936 συνελήφθη από την Δικτατορία της 4ης Αυγούστου και μετά από βασανιστήρια εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 κατατάχθηκε στον στρατό αλλά δεν στάλθηκε στο μέτωπο.
Την περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ στην Καλλιθέα αρθρογραφώντας και διορθώνοντας άρθρα σε εφημερίδες όπως η Ελεύθερη Ελλάδα και ο Απελευθερωτής. Αρθρογραφούσε ακόμη στον επίσης παράνομο Ριζοσπαστη. Εργάστηκε επίσης στο τυπογραφείο του βουνού.
Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Ιωάννινα, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εξορίστηκε στην Ικαρία. Το Μάρτιο του επόμενου έτους εντάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας δημοσιεύοντας ανταποκρίσεις και διηγήματα στα έντυπά του. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους έμαθε την καταδίκη του αδερφού του Άγγελου από το Έκτακτο Στρατοδικείο και την εκτέλεσή του.
Πλάκα στη Βουδαπέστη, στην πολυκατοικία όπου έζησε ο Χατζής.
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το Έκτακτο Στρατοδικείο τον καταδίκασε «δις εις θάνατον» για λιποταξία και έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό. Πρώτοι του σταθμοί ήταν η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Στη Βουδαπέστη σπούδασε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία, ενώ αρθρογραφούσε και στην εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος.
Ο βυζαντινολόγος Ιούλιος Μοράβσικ τον βοήθησε να κερδίσει υποτροφία για την Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου, όπου εργάστηκε ως ερευνητής. Το 1962 ολοκληρώνει στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου τη διατριβή του με θέμα «Μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους». Το ίδιο έτος επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου διορίστηκε βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας, και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο. Παράλληλα επιμελήθηκε την έκδοση έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα.
Μετά τα γεγονότα του Μάη του '68, θέλησε να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Η αστυνομία όμως τον πίεζε να ζητήσει πολιτικό άσυλο, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στη Βουδαπέστη. Αρνήθηκε ωστόσο να λάβει την ουγγρική υπηκοότητα παρά τις προτάσεις που του έγιναν, παραμένοντας άπατρις.
Μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, επέστρεψε το Νοέμβριο του 1974 στην Ελλάδα. Αναγκάστηκε όμως να εγκαταλείψει ξανά τη χώρα λόγω της μη νομοθετικής ρύθμισης σχετικά με την καταδίκη του. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους, του δόθηκε χάρη και επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα του.
Το ακαδημαϊκό έτος 1975–1976 προσκλήθηκε να διδάξει νεοελληνικό πολιτισμό και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Η μη επικύρωση του διορισμού του λόγω των μη εκπληρωμένων στρατιωτικών του υποχρεώσεων είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή των μαθημάτων αλλά και διαδηλώσεις των φοιτητών.
Από το 1975 έδωσε πλήθος διαλέξεων και συμμετείχε σε πολλές δημόσιες συζητήσεις. Από το 1980 μέχρι το θάνατό του εξέδωσε το περιοδικό Το Πρίσμα.
Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με την αρχαιολόγο Καίτη Αργυροκαστρίτου και απέκτησαν μία κόρη, την Αγγελίνα.
Το Μάρτιο του 1981, προσβλήθηκε από καρκίνο των βρόγχων. Πέθανε τέσσερις μήνες αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1981 σε σπίτι φίλων του στη Σαρωνίδα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου